- φιλόμαντις
- φιλόμαντιςdevoted to oraclesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόμαντις — άντεως, ὁ, ἡ, Α φιλομαντευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μάντις «προφήτης, μάντης» (πρβλ. ψευδό μαντις)] … Dictionary of Greek
φιλομάντεις — φιλόμαντις devoted to oracles masc/fem nom/voc pl (attic epic) φιλόμαντις devoted to oracles masc/fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομάντεσι — φιλόμαντις devoted to oracles masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομάντιας — φιλόμαντις devoted to oracles masc/fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομάντιες — φιλόμαντις devoted to oracles masc/fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek